- ἑλικάμπυξ
- ἑλῐκ-άμπυξ, ῠκος, ὁ, ἡ,A wreathed with a circlet,
Σεμέλα Pi.Fr.75.20
;θεά Id.Pae.3.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σεμέλα Pi.Fr.75.20
;θεά Id.Pae.3.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελικάμπυξ — ἐλικάμπυξ, ο (Α) στεφανωμένος με άμπυκα (ταινία για το δέσιμο τών μαλλιών) … Dictionary of Greek
ἑλικάμπυκα — ἑλικάμπυξ wreathed with a circlet neut nom/voc/acc pl ἑλικάμπυξ wreathed with a circlet masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑλικάμπυκος — ἑλικάμπυξ wreathed with a circlet gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμπυξ — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεσσαλός, γιος του Τιτάρονα ή Τιταίρονα· τον σκότωσε o γιος του, μάντης Μόψος. 2. Θεσσαλός, πατέρας του Φήμιου, επώνυμου ήρωα των Φημιών στην Αρναία. 3. Πρόγονος του Πατρέα, επώνυμου ήρωα των Πατρών. 4. Πατέρας του… … Dictionary of Greek
έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… … Dictionary of Greek